Πέμπτη 26 Μαρτίου 2009

Den sista friheten...

Η λευκή κιμωλία έκανε έντονη αντίθεση με το ξύλινο δάπεδο της σοφίτας. Κάθε σημείο του κύκλου που είχε μόλις διαγράψει βρισκόταν τουλάχιστον δύο μέτρα μακριά του. Έστεκε ολόγυμνος στο κέντρο. Ο Δαίμων βρισκόταν μπροστά στο παράθυρο. Εκείνος όμως ένιωθε την παρουσία του ασφυκτική μέσα στον προσωπικό του χώρο. Καμιά ανθρώπινη ψυχοσύνθεση, καμιά νοοτροπία δεν θα μπορούσε να τον προετοιμάσει για μια τέτοια συνάντηση. Η ενέργεια που εξέπεμπε, η δύναμη της οντότητας, η ίδια η ύπαρξη που ονομάζεται Δαίμων... Αέναη έκρηξη! Απεριόριστης έκτασης, ατελείωτης διάρκειας, αμέτρητης έντασης!

Η ατμόσφαιρα δεν είχε καμία σχέση με την συνηθισμένη ζεστή και ευχάριστη της εποχής. Ήταν ψυχρή και ξηρή λες και το καλοκαίρι ζάρωσε στη γωνιά του και πέθανε, μόνο και μόνο για να μη συναντηθεί ποτέ με τον Δαίμονα. Τα φώτα της πόλης είχαν όλα στρεβλώσει. Οι ίδιες οι μορφές είχαν στρεβλώσει. Το ολόγιομο, παραμυθένιο φεγγάρι του αυγουστιάτικου ουρανού είχε μεταμορφωθεί σε ένα απορουστικό, αποτρόπαιο, ανατριχιαστικό ελλειψοειδές είδωλο. Το φώς του είχε μετατραπεί σε μια πλατιά, θαμπή δέσμη που ακολουθούσε την ελλειπτική μορφή του. Το υπέροχο φωτεινό στεφάνι του είχε χαθεί. Το παιχνίδισμα του φωτός του με τις σταγόνες της υγρής γήινης ατμόσφαιρας είχε σιγάσει. Οι χαρακτηριστικές κυανές ανταύγιες είχαν γίνει κάτωχρες, αρρωστιάρικες. Δεν υπήρχε τίποτε, από αυτά που κάνει το φως του φεγγαριού ξεχωριστό. Ήταν κενό. Ήταν νεκρό!

Το ίδιο και το φως από όλα τα αστέρια. Από κουκίδες είχαν μεταλλαχθεί σε ισχνές γραμμές. Όλες οι πηγές φωτός είχαν στρεβλώσει με τέτοιον τρόπο, ώστε να τον κάνουν να πιστεύει ότι το φως κατευθύνεται προς τον Δαίμονα. Οποιοσδήποτε άνθρωπος, βλέποντας κάτι τέτοιο, δεν θα είχε καμιά αμφιβολία ότι η κάθε παραμικρή ικμάδα φωτός προσπαθεί να διώξει τον Δαίμονα κι έτσι οι μορφές βάλλουν εναντίον του. Όμως όχι! Εκείνος ήξερε. Ήξερε ότι ο Δαίμονας τραβάει το φως προς το μέρος του! Ήξερε ότι ο Δαίμονας τραβάει τις μορφές προς το μέρος του!

–Ζήτα μου ό,τι θες και θα το εκπληρώσω.

Η σιωπή που επικρατούσε δεν έσπασε ούτε για μία ελάχιστη στιγμή. Ο Δαίμων, όπως κι εκείνος, λατρεύουν τη σιωπή. Κι ήταν η πρώτη φορά που επικράτούσε τέτοια σιωπή πάνω στη Γη. Σιωπή αφύσικη, αλλόκοτη. Το αεράκι δεν έσερνε πια το χωρό ανάμεσα στα φύλλα. Η γεμάτη έκσταση και πάθος ευωδία των νυχτολούλουδων δεν μπορούσε πλέον να ζωγραφίσει την εικόνα της ηδονής στο μυαλό των ανθρώπων. Τα νυχτοπούλια έχασκαν σιωπηλά. Η νυχτερινή χορωδία των γκιώνηδων, των γρύλων και των τριζωνιών είχε σιωπήσει απολύτως. Η Γη δεν κινούταν. Το φως δεν κινούταν! Είχε παγώσει στη θέση του. Τίποτε δεν κινούταν. Όλα ήταν ακίνητα και σιωπηλά. Ήταν η σιωπή της ακινησίας. Της ακινησίας των μορίων της ύλης. Της παύσης της αέναης ταλάντωσης. Της ακινησίας ολόκληρου του κόσμου. Ολόκληρου του σύμπαντος. Η πλάση όλη ήταν ακίνητη, γιατί η πλάση όλη ήταν νεκρή! Η σιωπή του θανάτου... Η απόλυτη σίγαση των πάντων. Ήταν η πρώτη φορά που εκείνος ένιωθε κάτι τέτοιο, και –μα την αλήθεια– δεν θα το χαράμιζε για τίποτε άλλο στον κόσμο! Δεν θα χάλαγε αυτήν την εξωτική σιωπή. Δεν θα υποβίβαζε την σκέψη του. Θα την κρατούσε ατόφια και γι' αυτό δεν θα άρθρωνε ούτε λέξη. Άλλωστε ο Δαίμων δεν το χρειαζόταν.

–Ζήτα μου ό,τι θες και θα το εκπληρώσω.

Η κατάμαυρη λάμψη που εξέπεμπε ο Δαίμων είχε κατακλύσει τον γύρω χώρο. Εκείνος τον ένιωθε να πυκνώνει, να τον πιέζει, να του σφίγγει τον θώρακα και να μην τον αφήνει να αναπνεύσει.

–Κούφιες υποσχέσεις μιας ανάμνησης... Τι ξέρεις εσύ από ανάγκες? Πώς μπορείς να γνωρίζεις την έννοια του ποθητού? Πώς είναι δυνατόν να κατανοείς την ομορφιά;

–Δεν γνωρίζω τίποτε για τις ανάγκες του ή τις ανάγκες της. Δεν καταλαβαίνω την έννοια του ποθητού κι ούτε η ομορφιά σημαίνει κάτι για εμένα. Εγώ είμαι μια ανάμνηση. Εσύ το είπες, άλλωστε... Ανάμνηση. Συνεπαγωγή της εμπειρίας.

–Μα η εμπειρία είναι η τροφή της απληστίας! Κι η απληστία γεννά τις ανάγκες, ψάχνει για νέα ποθητά και περισσότερη ομορφιά. Πώς μπορείς να είσαι μέρος ενός συνόλου πραγμάτων άγνωστων σε εσένα?

–Το σύνολο και το άτομο είναι οι δύο όψεις του νομίσματος της ύπαρξης. Τα δυο τους είναι άρρηκτα συνδεδεμένα, απόλυτα συνυφασμένα, σύμφυτα. Και παρ' όλ' αυτά αμφότερα αγνοούν ή αδιαφορούν για το άλλο. Κι έτσι το άτομο μπορεί να αντιληφθεί μονάχα τα σύνολα στα οποία δεν ανήκει... Κι εσύ είσαι στην ίδια μοίρα με εμένα! Δεν έχεις την παραμικρή ιδέα για το τι πραγματικά είναι το σύνολο που εκπροσωπείς.

Ο Δαίμων τού παρέδωσε λίγη από την κατεκτημένη γνώση. Ο άνθρωπος από την απαρχή του πορεύεται με ένα θετικό και ένα αρνητικό. Συνείδηση της ύπαρξής του. Το θετικό. Και το αρνητικό ταυτόχρονα... Χωρίς αντίληψη του συνόλου στο οποίο ανήκει δεν έχει αντίληψη του εαυτού του κι έτσι πέφτει ξανά και ξανά στην πιο καταστροφική παγίδα. Αυτήν της αλαζονείας. Η παρετυμολόγηση της λέξη «άνθρωπος» είναι απόδειξη αυτής της αλαζονείας. «Ανθρωπος», αυτός που τον θέλουν να «θρώσκει άνω».

Αυτός που τον θέλουν να κοιτάει ψηλά, ως κάποιο ανώτερο ιδανικό. Αγνοούν, βέβαια, ότι αυτός είναι ο ψηλομύτης. Ο υπερόπτης. Ο ονειροπόλος που, έχοντας συνείδηση του εαυτού του πιστεύει ως άλλος Δαίδαλος ότι έχει κατακτήσει τους αιθέρες. Μέχρι τη στιγμή που συνειδητοποιεί ότι η αφέλεια και η άγνοιά του τον έχει φέρει στην δυσάρεστη θέση του Ικάρου. Όμως η συνείδηση δεν τον αφήνει να τσακιστεί στην φουρτουνιασμένη θάλασσα. Και ο άνθρωπος συνεχίζει. Συνεχίζει την πτώση του προς τα πάνω. Ήδη τυφλωμένος από την πρώτη του ματιά, συνεχίζει να κοιτάζει τον ήλιο, μέχρις ότου οι αμφιβληστροειδείς του καψαλιστούν εντελώς από την ραδιενέργεια. Χωρίς να το έχει καν καταλάβει, έχει στρέψει το βλέμμα του σε έναν από τους εκατοντάδες ήλιους που ο ίδιος δημιούργησε. Ή τουλάχιστον με κάτι τέτοια παραμυθιάζει τον ίδιο του τον εαυτό, τον οποίον και πολεμά λυσσαλέα. Και συνεχίζει, ο ματαιόδοξος, να τον πολεμά για δυό παραπάνω πιθαμές γης, για λίγη παραπάνω δόξα, για λίγο παραπάνω πλούτο, για λίγη παραπάνω εξουσία. Ή για οποιαδήποτε άλλη παρηκμασμένη αξία των αποσυντιθέμενων κοινωνιών του. Παρηκμασμένες αξίες... Δημιουργήματα που θα μπορουσαν να δρουν ως απλές αφορμες αφού οι άνθρωποι θέλουν καλά και ντε να ψάχνουν για αφορμές. Δημιουργοί που είναι τόσο αφελείς και ηλίθιοι, που καταλήγουν να πιστεύουν τελικά στα ίδια τα δημιουργήματά τους. Άτομα ανόμοια που θέλουν να δρουν ως σύνολο ομοιογενές. Άτομα όμοια που κατασκευάζουν διακρίσεις για να έχουν απόθεμα αφορμών. Να λοιπόν δέκα χιλιάδες χρόνια ανθρώπινης ιστορίας. Δέκα χιλιάδες χρόνια υπεροψίας, απληστίας, αφέλειας και αυταπάτης. Και ο άνθρωπος συνεχίζει να τεντώνεται προς τον ουρανο, ξεχνώντας ότι τα πόδια θα παραμένουν πάντα κολλημένα στο έδαφος, μέχρι που οι πεπερασμένες δυνατότητές του να μην μπορούν πια να τον σώσουν. Εκείνος ήταν ήδη αηδιασμένος από όλα αυτά. Κρίμα. Ήταν και αυτός άλλος ένας άνθρωπος.

–Το σύνολο ολόκληρο έχει τόση αξία όση και το κάθε άτομο ξεχωριστά... Κι είναι η βούληση ο φορέας αυτής της αξίας. Η βούληση... Η επιθυμία... Το ποθητό! Έννοιες ακατανόητες σε εσένα...

Είχε έρθει πλέον η ώρα να περάσει ο άνθρωπος, από την κατάσταση της άγνοιας και της αφέλειας, στην κατάσταση αυτού που τόσο πολύ αποζητούσε από την πρώτη στιγμή που εμφανίστηκε. Την ελευθερία που προσφέρει η γνώση. Η απόλυτη γνώση των πάντων.

>Θα σου πω, λοιπόν, την επιθυμία μου. Θέλω να γίνω εγώ ο μοναδικός κύριος του εαυτού μου. Να είμαι απόλυτα ελεύθερος.

–Είμαι μια ανάμνηση, το ξέχασες κιόλας; Από εδώ που στέκομαι, όλη η γνώση ανήκει στο παρελθόν! Κι αφού είμαι ο Δαίμων, είμαι κι εγώ κομμάτι του παρελθόντος. Μην μου μιλάς για ένα ανύπαρκτο μέλλον...

–Αυτός είναι ο λόγος που δεν μπορείς να κατανοήσεις το ποθητό... Οι επιθυμίες αναφέρονται στο μέλλον... Και οι ανάγκες στο παρόν.

Είχε αρχίσει πλέον να καταλαβαίνει. Ήταν βέβαια ακόμα άνθρωπος. Αλλά το να φτάσει μέχρι αυτό το σημείο, σήμαινε σίγουρα ότι είχε εξερευνήσει τη συνείδησή του σε βαθμό που και ως άνθρωπο τον είχε αλλάξει.

–Μίλα μου λοιπόν για μια ανάμνησή σου. Μίλα μου για αυτόν που είναι κύριος του εαυτού Του, πριν τη γέννησή του και τη γέννησή της.

–Ναι, θέλω να γίνω Θεός.

–Ξέρεις ότι θα χρειαστεί να κατανοήσεις την απόλυτη γνώση για να γίνεις Θεός;

–Τι θα σημαίνει αυτό για εμένα;

–Θα δεις τι υπάρχει εκτός του δικού σου υπαρκτού. Θα τάξιδέψεις δίχως επιστροφή ως τη στιγμή της δημιουργίας.

–Υπέροχα!

–Και θα νιώσεις την εκμηδένιση του τέλους του χρόνου.

–... Το τέλος του χρόνου, λοιπόν... Ας είναι! Όλα έχουν ένα τέλος κι ένα τίμημα... Ναι! Κάνε με απόλυτο κυρίαρχο του εαυτού μου! Κάνε με ελεύθερο! Κάνε με Θεό!

Η απερίγραπτη σιωπή αυτής της νύχτας είχε φτάσει στην αποκορύφωσή της. Ήταν πια τόσο έντονη που καταντούσε εκκωφαντική. Κι ήταν τότε η πρώτη στιγμή που αυτή η τόσο απόκοσμη σιγή ξεκίνησε να διαταράσσεται από έναν βόμβο βαθύ και εξώκοσμο. Βόμβος που όσο εντεινόταν τόσο τον ένιωθε να του γραπώνει τα σωθικά και να τα γεμίζει με τρόμο που όμοιο δεν είχε ποτέ του νιώσει.

Φόβο βαθύτερο από το φόβο του θανάτου, τρόμο ισχυρότερο από αυτόν της ύπαρξης, ταραχή που αρπάζε τη ζωή μέσα του και την ρουφούσε, αδειάζοντάς τον από συναίσθημα και πάθος. Πανικό που χτυπούσε με τέτοια δύναμη τις χορδές του ενστίκτου του, διαταράσσοντας το ρυθμό του τόσο σφοδρά, ώστε ο θάνατος να μοιάζει με γλυκειά λύτρωση. Απόγνωση στη θύμιση ότι η ίδια η οντότητά του δεν υπήρξε, δεν υπάρχει κι ούτε θα υπάρξει ποτέ. Τέλειωσε χωρίς ποτέ να αρχίσει. Πέθανε προτού καν γεννηθεί. Ψυχικό άλγος τόσο απόλυτο που έκανε κάθε απότατη ματαιότητα να φαντάζει τόσο αναγκαία όσο η ίδια η τελευταία ελπίδα.

–Η γνώση του υπαρκτού θα σε οδηγήσει στην γνώση του προϋπαρκτού...

Η αέναη έκρηξη της ύπαρξης που ονομάζεται Δαίμων, έφτανε κάθε στιγμή σε νέα ζενίθ. Ο μικρός χώρος της σοφίτας γινόταν όλο και πιο πνιγηρός, όλο και πιο εγκλωβιστικός, όλο και πιο ασφυκτικός, φτάνοντας κάθε στιγμή σε καινούρια ναδίρ. Η μηδαμινή ποσότητα φωτός που κατάφερνε να διέλθει στο δωμάτιο, δεν έφτανε ποτέ μέχρι το πάτωμα. Ό Δαίμων το τραβούσε προς το μέρος του, όπως θα έκανε και μια μαύρη τρύπα σε κάποια μακρινή εσχατία του σύμπαντος. Το σκοτάδι είχε αρχίσει να τυλίγει τα πάντα. Δεν υπήρχε αέρας μέσα σε αυτόν το χώρο πλέον. Όλες οι μορφές είχαν στρεβλώσει πέρα από κάθε όριο. Όλα είχαν ήδη συνθλιβεί και εκμηδενιστεί. Εκτός από εκείνον.

Εκείνος είχε χάσει προ πολλού τις συμβατικές του αισθήσεις. Η όρασή του συνελάμβανε τις εικόνες που σχηματίζονταν σε ολόκληρο το ηλεκτρομαγνητικό φάσμα. Η ακοή του άκουγε ταυτόχρονα όλους τους υπόηχους και όλους τους υπέρηχους. Η αφή τού επέτρεπε πλέον να νιώθει τις ίδιες τις κβαντικές διακυμάνσεις. Η οσμή είχε συνενωθεί πλήρως με τη γεύση. Κάθε άρωμα και κάθε χημική ουσία ήταν γνωστά. Ένιωθε το σώμα του ελαφρύ. Ένιωθε το σώμα του παντελώς αβαρές. Δεν τον συγκρατούσε πια καμιά βαρύτητα και δεν διέθετε καθόλου αδράνεια. Η μάζα του είχε εκλείψει. Αιωρούταν! Είχε βγει από τη σοφίτα του. Είχε βγεί από την γήινη ατμόσφαιρα. Είχε βγεί από τη ζώνη των εσωτερικών πλανητών. Είχε βγει από το ηλιακό σύστημα. Είχε βγεί από τον Γαλαξία. Και ταξίδευε ακόμη. Ζαρωμένος από το δέος όσων ζούσε. Ταξίδευε ακόμη. Με ταχύτητα συνεχώς αυξανόμενη. Ήθελε να μπορούσε να ουρλιάξει. Αλλά δεν μπορούσε καν να θέλει...

-Το βίωμα της στιγμής της δημιουργίας θα σου χαρίσει την αθανασία...

Ταξίδευε! Προς τις ακραιότερες άκρες, τις εσχατότερες εσχατίες του συμπαντος. Και παρατηρούσε. Εικόνες που τον τρέλαιναν. Εικόνες που, με τον τρόπο που διαδέχονταν η μία την άλλη μαρτυρούσαν κραυγαλέα την ανυπαρξία γεννεσιουργού αιτίας. Όλοι οι υπερκαινοφανείς είχαν εκραγεί. Όλα τα αστέρια είχαν δημιουργηθεί. Όλοι οι γαλαξίες ήταν πλέον απόμακροι, αχνοί, μικροί... Ο χώρος γύρω του είχε αρχίσει να θερμαίνεται και με κάποιον ακατανόητο τρόπο να μικραίνει. Κι εκείνος ένιωθε όλο και πιο εκστατικά πανικοβλημένος.

-Το τέλος του χώρου και του χρόνου θα σε εκμηδενίσει...

Και ιδού το αναίτιο αιτιατό και ιδού η αδύνατη δύναμη. Το ανοσιούργημα, το φόβο και πανικό ποιόν, αναβλύζει από την ενέργεια του κόσμου και ξεχύνεται με εκθετικά αυξανόμενη επιτάχυνση από όλα τα σημεία προς όλα τα σημεία. Λάμψεις, φλόγες πολύχρωμες, εικόνες ακατάληπτες με αποχρώσεις που ποτέ κανείς δεν θα μπορούσε να φανταστεί και ήχοι και φωνές, γέλιο μαζί και κλάμα, λόγια ιερά μα και ανόσια ταυτόχρονια, λέξεις που εκείνος απλά νιώθει, χωρίς να μπορεί να ερμηνεύσει, χωρίς να μπορεί να τις κατανοήσει. Και καθώς όλος ο κόσμος έχει γίνει ένα κολοσιαίο χωνευτήρι χασμώδους ήχου και άναρχης εικόνας, η απερίγραπτη αυτή πανδαισία χρωμάτων άφατων και μαγικής μουσικής φτάνει στην τελική κορύφωση, εκρήγνυται, καταστρέφει και δημιουργεί. Κι ο άνθρωπος γίνεται μάρτυρας μιας καθολικής έκρηξης εξώκοσμου φωτός που λαμβάνει χώρα παντού ταυτόχρονα. Είναι το κέντρο αυτής της έκρηξης και παρακολουθεί τη χαοτική εξέλιξή της εκ των έσω...

-Σταμάτα να αυταπατάσαι, άνθρωπε! Δεν υπάρχει έκρηξη! Την κοσμική σύνθλιψη βιώνεις! Σύντομα το εφήμερο άπαν θα επιστρέψει στο αιώνιο τίποτα και τότε ούτε το τίποτα δεν θα έχει πλέον νόημα...

Ο χώρος και ο χρόνος άλλαξαν θέσεις κι όσο ο χώρος μίκραινε ο χρόνος γυρνούσε προς τα πίσω καθώς ο άνθρωπος ταξίδευε προς τα εμπρός. Και ώντας αναπόσπαστο κομμάτι, δημιούργημα του χωροχρόνου, ο άνθρωπος εκμηδένιζε την ίδια του την ύπαρξη στην προσπάθειά του να αποδράσει από το αιώνιο κελί του.

>Έγινες εν τέλει αυτό που επιθυμείς... Θεός... Μια ανάμνηση... Είσαι πλέον απόλυτα ελεύθερος!

Δεν υπάρχουν σχόλια: