Κάθε σημείο του κύκλου, που είχε μόλις ζωγραφίσει με λευκή κιμωλία στο ξύλινο, σκονισμένο δάπεδο της σοφίτας του, βρισκόταν τουλάχιστον δύο μέτρα μακριά του. Έστεκε ολόγυμνος στο κέντρο. Οι φτέρνες του ήταν ερεθισμένες από τις σκλήθρες του παλιού πατώματος. Ο Δαίμονας βρισκόταν μπροστά στο παράθυρο. Εκείνος όμως μπορούσε να νιώσει την παρουσία του και μέσα στον προσωπικό του χώρο. Η ύπαρξη που είχε ο ίδιος καλέσει, σεβόταν απόλυτα τον προσωπικό χώρο του καθενός. Ωστόσο, καμιά ανθρώπινη ψυχοσύνθεση, καμιά ψυχολογία δεν θα μπορούσε να είναι προετοιμασμένη για μια τέτοια συνάντηση. Η ενέργεια που εξέπεμπε, η δύναμη της παρουσίας του, η ίδια η ύπαρξη που ονομάζεται Δαίμων είναι μια αέναη έκρηξη! Απεριόριστης έκτασης, ατελείωτης διάρκειας και αμέτρητης έντασης.
Η ατμόσφαιρα δεν είχε καμία σχέση με την ζεστή, καλοκαιρινή και ευχάριστη της εποχής. Ήταν ψυχρή και ξηρή λες και το καλοκαίρι ζάρωσε στη γωνιά του και πέθανε, μόνο και μόνο για να μη συναντηθεί ποτέ με τον Δαίμονα. Τα φώτα της πόλης είχαν όλα γίνει στρεβλά. Οι ίδιες οι μορφές είχαν γίνει στρεβλές. Το γεμάτο, σχεδόν παραμυθένιο φεγγάρι του αυγουστιάτικου ουρανού είχε μεταμορφωθεί σε ένα ανατριχιαστικό, απορουστικό, υπερβολικά ελλειψοειδές αντικείμενο. Το φώς του ήταν μια πολύ πλατιά, θαμπή δέσμη που ακολουθούσε την ελλειπτική αυτή μορφή. Δεν υπήρχε πια το υπέροχο φωτεινό στεφάνι που κύκλωνε τα εξωτερικά στρώματα της επιφάνειας του φυσικού αυτού δορυφόρου. Δεν υπήρχε το παιχνίδισμα του φωτός του με τις σταγόνες της υγρής γήινης ατμόσφαιρας. Δεν υπήρχαν οι χαρακτηριστικές κυανές ανταύγες. Δεν υπήρχε τίποτε, από αυτά που κάνει το φως του φεγγαριού ξεχωριστό. Ήταν κενό. Ήταν νεκρό!
Όπως και το φως από όλα τα ουράνια σώματα. Όλα τα αστέρια, από κουκίδες είχαν μεταλλαχθεί σε μικρές, πάλλεπτες γραμμούλες. Όλες οι πηγές φωτός είχαν στρεβλώσει με τέτοιον τρόπο, ώστε να τον κάνουν να πιστεύει ότι το φως κατευθύνεται προς τον Δαίμονα. Οποιοσδήποτε άνθρωπος, βλέποντας κάτι τέτοιο, δεν θα είχε καμιά αμφιβολία ότι η κάθε μικρή ικμάδα φωτός προσπαθεί να διώξει τον Δαίμονα κι έτσι οι μορφές βάλλουν εναντίον του. Όμως όχι! Εκείνος ήξερε. Ήξερε ότι ο Δαίμονας τραβάει το φως προς το μέρος του! Ήξερε ότι ο Δαίμονας τραβάει τις μορφές προς το μέρος του! Γι’ αυτό και όλα είναι στρεβλά.
–Ζήτα μου ό,τι θες και θα το εκπληρώσω.
Η σιωπή που επικρατούσε δεν έσπασε, ούτε για μία ελάχιστη στιγμή. Ο Δαίμονας, όπως κι εκείνος, λατρεύουν τη σιωπή. Κι ήταν η πρώτη φορά που επικράτούσε τέτοια σιωπή πάνω στη Γη. Σιωπή αφύσικη, βαθύτατα τρομακτική. Η σιωπή της ακινησίας. Το γλυκό αεράκι του καλοκαιριού είχε πάψει να ακούγεται. Η γεμάτη έκσταση και πάθος ευωδία των νυχτολούλουδων, δεν μπορούσε πλέον να ζωγραφίσει την εικόνα της ηδονής στο μυαλό των ανθρώπων. Τα νυχτοπούλια δεν κελαηδούσαν. Τα τριζώνια δεν συνέβαλαν στην καλοκαιρινή χορωδία της νύχτας. Η Γη δεν κινούταν. Το φως δεν κινούταν! Είχε παγώσει στη θέση του. Τίποτε δεν κινούταν. Όλα ήταν ακίνητα και σιωπηλά. Ήταν η σιωπή της ακινησίας. Της ακινησίας των μορίων της ύλης. Της παύσης της αέναης ταλάντωσης. Της ακινησίας ολόκληρου του κόσμου. Ολόκληρου του σύμπαντος. Η πλάση όλη, ήταν ακίνητη. Γιατί η πλάση όλη, ήταν νεκρή! Η σιωπή του θανάτου… Η απόλυτη σίγαση των πάντων. Ήταν η πρώτη φορά που εκείνος ένιωθε κάτι τέτοιο, και –μα την αλήθεια– δεν θα το χαράμιζε για τίποτε άλλο στον κόσμο! Δεν θα χάλαγε αυτήν την εξωτική σιωπή. Δεν θα άρθρωνε ούτε μία λέξη. Ο διαλόγος θα έπαιρνε μέρος στο μυαλό τους.
–Ζήτα μου ό,τι θες και θα το εκπληρώσω.
Η κατάμαυρη λάμψη που εξέπεμπε ο Δαίμονας είχε κατακλήσει τον γύρω χώρο και τον είχε φέρει σε μια υπέρπυκνη κατάσταση. Εκείνος τον ένιωθε να τον πιέζει, να του σφίγγει τον θώρακα και να μην τον αφήνει να αναπνεύσει.
–Κούφιες υποσχέσεις μιας ανάμνησης… Τι ξέρεις εσύ από ανάγκες? Πώς μπορείς να γνωρίζεις την έννοια του ποθητού? Πώς είναι δυνατόν να κατανοείς την ομορφιά;
–Δεν γνωρίζω τίποτε για τις ανάγκες του ή τις ανάγκες της. Δεν καταλαβαίνω την έννοια του ποθητού κι ούτε η ομορφιά σημαίνει κάτι για εμένα. Εγώ είμαι μια ανάμνηση. Εσύ το είπες, άλλωστε… Ανάμνηση. Συνεπαγωγή της εμπειρίας.
–Μα η εμπειρία είναι η τροφή της απληστίας! Κι η απληστία γεννά τις ανάγκες, ψάχνει για νέα ποθητά και περισσότερη ομορφιά. Πώς μπορείς να είσαι μέρος ενός συνόλου πραγμάτων άγνωστων σε εσένα?
–Το σύνολο έχει τόση αξία όση έχει και το κάθε άτομο ξεχωριστά... Και το άτομο μπορεί παραδόξως να κατανοήσει μονάχα τα σύνολα στα οποία, έστω και φαινομενικά, δεν ανοίκει... Κι εσύ είσαι στην ίδια μοίρα με εμένα! Δεν έχεις την παραμικρή ιδέα για το τι πραγματικά είναι το σύνολο που εκπροσωπείς.
Ο Δαίμονας, με αυτήν του τη σκέψη, του έδωσε μια ελάχιστη δόση από την κατεκτημένη γνώση. Ο άνθρωπος από την απαρχή του πορεύεται με ένα θετικό και ένα αρνητικό. Υπερμεγέθη εγκέφαλο αναλογικά με το σώμα του, υπερμεγέθεις εγκφαλικούς χάρτες ελέγχου των ακροδακτύλων, περιοχές ελέγχου της επικοινωνίας και της γλώσσας, αντιτακτό αντίχειρα και συνείδηση της υπαρξής του. Με δυο λέξεις, «βιολογικό σχεδιασμό». Το θετικό. Και το αρνητικό ταυτόχρονα… Αφού αυτός ο –εκμεταλλεύσιμος στο έπακρο– σχεδιασμός με την ανεπτυγμένη και περαιτέρω αναπτύξιμη αντίληψη, κρύβει μια πολύ τρομακτική παγίδα. Αυτήν της αλαζονείας. Εφόσων δεν πρόκειται για κάποια φήμη, ανάμεσα στις τόσες και τόσες φήμες που εκείνος έχει ακούσει, η ίδια η λέξη «άνθρωπος» αποδεικνύει αυτή την αλαζονεία. «Ανθρωπος», αυτός που «άνω θρώσκει».
Αυτός που κοιτάει ψηλά. Ο ψηλομύτης. Ο υπερόπτης. Ο ονειροπόλος που πιστεύει ότι, ως άλλος Δαίδαλος, έχει κατακτήσει τους αιθέρες. Μέχρι τη στιγμή που συνειδητοποιεί ότι η αφέλεια και η άγνοιά του τον έχει φέρει στην δυσάρεστη θέση του Ικάρου. Όμως η συνείδηση τον σώζει, ο σχεδιασμός του δεν τον αφήνει να τσακιστεί στην φουρτουνιασμένη θάλασσα. Και ο άνθρωπος συνεχίζει. Συνεχίζει την πτώση του προς τα πάνω. Συνεχίζει να είναι άνθρωπος. Ήδη τυφλωμένος από την πρώτη του ματιά, συνεχίζει να κοιτάζει τον ήλιο, μέχρι οι αμφιβληστροειδείς του να καψαλιστούν εντελώς από την ραδιενέργεια. Γιατί μπορεί, χωρίς να το έχει καν καταλάβει, να στρέφει το βλέμμα του σε έναν από τους εκατοντάδες ήλιους που ο ίδιος δημιούργησε. Συνεχίζει να πολεμά τον εαυτό του, για δυό παραπάνω εκτάρια γης, ή λίγη παραπάνω ποσότητα φυσικών πόρων, ή λίγη παραπάνω εξουσία. Ή για οποιαδήποτε άλλη σάπια εκ της δημιουργίας της και παρηκμασμένη αξία των αποσυντιθέμενων κοινωνιών του. Παρηκμασμένες αξίες… Δημιουργήματα που θα μπορουσαν να δρουν ως απλές αφορμες αφού οι άνθρωποι θέλουν καλά και ντε να ψάχνουν για αφορμές. Δημιουργοί που είναι τόσο αφελείς και ηλίθιοι, που καταλήγουν να πιστεύουν τελικά στα ίδια τα δημιουργήματά τους. Άνθρωποι, «ώντα κοινωνικά» των οποίων οι πράξεις βασίζονται στη θεώρηση ότι είναι ικανοί να δουν μια καθολική πραγματικότητα, αναιρώντας τις ίδιες τις ερευνές τους περί υποκειμενισμού της αντίληψης. Άτομα ανόμοια που θέλουν να δρουν ως σύνολο ομοιογενές. Να λοιπόν δέκα χιλιάδες χρόνια ανθρώπινης ιστορίας. Δέκα χιλιάδες χρόνια υπεροψίας, απληστίας, αφέλειας και αυταπάτης. Και ο άνθρωπος συνεχίζει να τεντώνεται προς τον ουρανο, ξεχνώντας ότι τα πόδια θα παραμένουν πάντα κολλημένα στο έδαφος, μέχρι που ο πεπερασμένων δυνατοτήτων σχεδιασμός του να μην μπορεί να τον σώσει άλλο. Εκείνος ήταν ήδη αηδιασμένος από όλα αυτά. Κρίμα. Ήταν και αυτός άλλος ένας άνθρωπος.
–Το σύνολο ολόκληρο έχει τόση αξία όση και το κάθε άτομο ξεχωριστά... Κι είναι η βούληση ο φορέας αυτής της αξίας. Η βούληση... Η επιθυμία. Πες μου τι θέλεις κι εγώ θα στο εκπληρώσω.
Είχε έρθει πλέον η ώρα να περάσει ο άνθρωπος, από την κατάσταση της άγνοιας και την αφέλειας, στην κατάσταση αυτού που τόσο πολύ αποζητούσε από την πρώτη στιγμή που εμφανίστηκε. Την ελευθερία που προσφέρει η γνώση. Η απόλυτη γνώση των πάντων. Αρκεί να διέθετε και την απαραίτητη ικανότητα…
–Ας είναι… Θα σου πω την επιθυμία μου. Θέλω να γίνω εγώ ο μοναδικός κύριος του εαυτού μου. Να είμαι απόλυτα ελεύθερος.
–Είμαι μια ανάμνηση, το ξέχασες κιόλας? Όλη η κατεκτημένη γνώση ανοίκει στο παρελθόν! Κι εγώ είμαι ο Δαίμων, αυτός που κατακτά τη γνώση. Είμαι κομμάτι του παρελθόντος. Μην μου μιλάς για το μέλλον…
–Ώστε αυτός είναι λοιπόν ο λόγος που δεν μπορείς να κατανοήσεις την ανάγκη… Οι ανάγκες αναφέρονται στο παρόν ή στο μέλλον, όπως και οι επιθυμίες…
Είχε αρχίσει πλέον να καταλαβαίνει. Ήταν βέβαια άνθρωπος. Αλλά το να φτάσει μέχρι αυτό το σημείο, σήμαινε σίγουρα ότι είχε εξερευνήσει το σχεδιασμό του όσο λίγοι, μα πάρα πολύ λίγοι όμοιοι του.
–Μίλα μου λοιπόν για μια ανάμνησή σου. Μίλα μου για αυτόν που είναι κύριος του εαυτού Του, πριν τη γέννησή του και τη γέννησή της.
–Θέλω να γίνω Θεός.
–Ξέρεις ότι θα χρειαστεί να κατανοήσεις την απόλυτη γνώση για να γίνεις Θεός?
–Τι θα σημαίνει αυτό για εμένα?
–Θα δεις τι υπάρχει εκτός του δικού σου υπαρκτού. Θα τάξιδέψεις ως τη στιγμή της δημιουργίας.
–Υπέροχα!
–Και θα νιώσεις την εκμηδένιση του τέλους του χρόνου.
–… Το τέλος του χρόνου λοιπόν… Ας είναι! Όλα έχουν ένα τέλος κι ένα τίμημα… Κάνε με Θεό. Κάνε με απόλυτο κυρίαρχο του εαυτού μου. Κάνε με ελεύθερο!
Η νυχτερινή σιωπή είχε φτάσει στην αποκορύφωσή της. Ήταν μια σιωπή τόσο έντονη που καταντούσε εκκωφαντική. Κι έπειτα, αυτή η τόσο απόκοσμη σιγή διαταράσσεται. Κι εκείνος νιώθει τρόμο που όμοιο δεν είχε ποτέ του νιώσει.
Φόβο βαθύτερο από το φόβο του θανάτου, τρόμο βαθύτερο από αυτόν της μοίρας που πρόκειται να έχει η ύπαρξή του, ταραχή που αγγίζει τη ζωή μέσα του και την ρουφάει, αδειάζοντάς τον από συναίσθημα και πάθος. Φόβος που έχει χτυπήσει με τέτοια δύναμη τις χορδές του ενστίκτου του, διαταράσσοντας το ρυθμό του τόσο σφοδρά, ώστε η ψυχοσύνθεσή του να μην είναι ποτέ ξανά υγιής. Τρόμος που τον κάνει να νιώθει ότι η ίδια η οντότητά του δεν υπήρξε, δεν υπάρχει κι ούτε θα υπάρξει ποτέ. Τέλειωσε χωρίς ποτέ να αρχίσει. Πέθανε προτού καν γεννηθεί. Είναι ψυχικό άλγος τόσο απόλυτο που κάνει κάθε απότατη ματαιότητα να φαντάζει τόσο γλυκιά όσο η ίδια η τελευταία ελπίδα.
–Η γνώση του υπαρκτού θα σε οδηγήσει στην γνώση του προϋπαρκτού…
Η αέναη έκρηξη της ύπαρξης που ονομάζεται Δαίμων, έφτανε κάθε στιγμή σε νέα ζενίθ. Ο μικρός χώρος της σοφίτας γινόταν όλο και πιο πνιγηρός, όλο και μικρότερος, φτάνοντας κάθε στιγμή σε καινούρια ναδίρ. Η απειροελάχιστη ποσότητα φωτός που κατάφερνε να διέλθει στο δωμάτιο, δεν έφτανε ποτέ μέχρι το πάτωμα. Ό Δαίμονας το τραβούσε προς το μέρος του, όπως θα έκανε και μια μαύρη τρύπα σε κάποια μακρινή εσχατία του σύμπαντος. Το σκοτάδι είχε αρχίσει να τυλίγει τα πάντα. Δεν υπήρχε αέρας μέσα σε αυτόν το χώρο πλέον. Όλες οι μορφές είχαν στρεβλώσει πέρα από κάθε όριο. Όλα είχαν ήδη συνθλιβεί και εκμηδενιστεί. Εκτός από εκείνον.
Εκείνος είχε χάσει προ πολλού, απ’ ότι φαίνεται, τις συμβατικές του αισθήσεις. Η όρασή του συνελάμβανε τις εικόνες που σχηματίζονταν σε ολόκληρο το ηλεκτρομαγνητικό φάσμα. Η ακοή του άκουγε ταυτόχρονα όλους τους υπόηχους και όλους τους υπέρηχους. Η αφή τού επέτρεπε πλέον να νιώθει τις μικρότερες κβαντικές διακυμάνσεις του χωροχρόνου. Η οσμή είχε συνενωθεί πλήρως με τη γεύση. Κάθε άρωμα και κάθε χημική ουσία ήταν γνωστά. Ένιωσε το σώμα του ελαφρύ. Ένιωσε το σώμα του παντελώς αβαρές. Δεν τον συγκρατούσε πια καμιά βαρύτητα και δεν διέθετε καθόλου αδράνεια. Η μάζα του είχε εκλείψει. Αιωρούταν! Είχε βγει από τη σοφίτα του. Είχε βγεί από την γήινη ατμόσφαιρα. Είχε βγεί από τη ζώνη των εσωτερικών πλανητών. Είχε βγει από το ηλιακό σύστημα. Είχε βγεί από τον Γαλαξία. Και ταξίδευε ακόμη. Ζαρωμένος από τον τρόμο και το δέος όσων ζούσε. Ταξίδευε ακόμη. Με ταχύτητα συνεχώς αυξανόμενη. Ήθελε να μπορούσε να ουρλιάξει. Αλλά δεν μπορούσε καν να θέλει…
-Το βίωμα της στιγμής της δημιουργίας θα σου χαρίσει την αθανασία…
Ταξίδευε… Προς τις ακραιότερες άκρες του συμπαντος. Και παρατηρούσε. Εικόνες που τον τρέλαιναν. Εικόνες που, με τον τρόπο που διαδέχονταν η μία την άλλη μαρτυρούσαν κραυγαλέα την ανυπαρξία ανώτερης Δύναμης. Όλοι οι υπερκαινοφανείς είχαν εκραγεί. Όλα τα αστέρια είχαν δημιουργηθεί. Όλοι οι γαλαξίες ήταν πλέον απόμακροι και μικροί. Ο χώρος γύρω του είχε αρχίσει να θερμαίνεται και για κάποιον αποτρόπαιο λόγο να μικραίνει. Κι εκείνος ένιωθε όλο και πιο εκστατικά πανικοβλημένος. Και ιδού το αίτιο και η δύναμη. Το ανοσιούργημα, το φόβο και πανικό ποιόν, αναβλύζει από την ενέργεια του κόσμου και ξεχύνεται με ορμή και απόλυτη ταχύτητα από όλα τα σημεία, προς όλα τα σημεία. Λάμψεις, πολύχρωμες φλόγες, ακατάληπτες εικόνες, με αποχρώσεις που ποτέ κανείς δεν θα μπορούσε να φανταστεί και ήχοι και φωνές, γέλιο μαζί και κλάμα, λόγια ιερά μα και ανόσια ταυτόχρονια, λέξεις που εκείνος απλά νιώθει, χωρίς να μπορεί να ερμηνεύσει, χωρίς να μπορεί να τις κατανοήσει. Και ενώ όλος ο ουρανός έχει γίνει ένα κολοσιαίο χωνευτήρι άναρχου ήχου και χαοτικής εικόνας, η βαθύτατα τρομακτική αυτή πανδαισία χρωμάτων και μαγικής μουσικής φτάνει στην τελική κορύφωση, εκρήγνειται, καταστρέφει και δημιουργεί. Κι εκείνος βλέπει σε ολοκληρο τον κόσμο μια γιγάντιαία έκρηξη εξώκοσμης φωτιάς. Νιώθει ότι είναι το κέντρο αυτής της έκρηξης και βλέπει τη χαοτική εξέλιξή της εκ των έσω…
-Το τέλος του χώρου και του χρόνου θα σε εκμηδενίσει…
Σταμάτα όμως να αυταπατάσαι! Δεν υπάρχει καμιά έκρηξη, ειδικά στην δική σου περίπτωση. Βιώνεις την ίδια την κοσμική συμπίεση! Όλος ο χωροχρόνος γυρνά προς τα πίσω, καθώς εσύ άνθρωπε, θέλεις να ταξιδέψεις προς τα εμπρός. Και ώντας αναπόσπαστο κομμάτι, δημιούργημα του χωροχρόνου, θα εκμηδένισεις την ίδια την ύπαρξη σου, στην προσπάθειά σου να αποδράσεις από το αιώνιο κελί σου. Βέβαια, θα γίνεις εν τέλει αυτό που επιθυμείς...
Θεός...
Μια ανάμνηση...
Είσαι πλέον απόλυτα ελεύθερος!
Πέμπτη 26 Μαρτίου 2009
Den sista friheten...
Ετικέτες
con-worlds,
darkness,
epic,
fiction,
history,
horror,
humanity,
philosophy,
views on the world
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου