Φαντάζομαι πως δεν είναι τυπικό για όσους κρατούν ημερολόγιο να καταγράφουν αναδρομικά στις πρώτες σελίδες ολόκληρη την πορεία της μέχρι τότε ζωής τους, αλλά είναι μια καλή ευκαιρία για εμένα να εξασκήσω τα ελληνικά μου.
Γεννήθηκα πριν από 46 χρόνια στο Μάρκασι, ένα μικρό χωριό στην ορεινή Κορινθία, σε μία οικογένεια η οποία έφερε ήδη το βάρος -ή την χαρά, ανάλογα με την οπτική γωνία του καθενός- τεσσάρων παιδιών. Στο χωριό έζησα μόνο για όσον καιρό τα νύχια μου ήταν ακόμα μαλακά. Θυμάμαι λίγα πράγματα κι όσα υπόλοιπα γνωρίζω μου τα έχουν διηγηθεί συγγενείς.
Ο πατέρας μου, Ανδρέας τω όνομα, ήταν γεωργός. Γεννήθηκε στα τέλη της πρώτης δεκαετίας του εικοστού αιώνα, στο Μάρκασι. Φαινομενικά σκληροτράχηλος άνθρωπος, όπως είθισται να είναι κάθε βουνίσιος, είχε παλάμες μονίμως ροζιασμένες από την εργασία. Όσο σκληρό ήταν το δέρμα του όμως, τόσο μαλακή ήταν η καρδιά του. Ήταν πάντα πρόμυθος και εργατικός, στοιχεία που τον έκαναν πολύ αγαπητό στο χωριό του και πολύ επιρρεπή στην εκμετάλλευση από τρίτους, πράγμα που κλήθηκε να αντιμετωπίσει στην μετέπειτα ζωή του στην Αθήνα - όχι πάντα με απόλυτη επιτυχία, θα έλεγα. Η ασυμβατότητα της νοοτροπίας του χωριάτη, ο οποίος είναι εξαρτημένος από τους υπόλοιπους όσο και οι υπόλοιποι είναι εξαρτημένοι από εκείνον, με τις φιλοδοξίες που γεννά ο αστικός, εντονότερα ατομιστικός τρόπος ζωής τού έκλεψε τη γαλήνη και του προσέφερε λίγα σε αντάλλαγμα. Δεν ήταν ποτέ κορόιδο, αντιθέτως καταλάβαινε πάντα πολύ καλά ποιοι ψάχνουν για κορόιδα. Από τη στιγμή όμως που πάτησε το πόδι του σ' αυτήν την καταραμένη πόλη, απώλεσε σταδιακά κάθε χαρακτηριστικό αυτοελέγχου. Τελικά η καρδιά του, η οποία παρέμεινε μαλακή μέχρι το τέλος, τον πρόδωσε στα 72 του, δύο χρόνια μετά τον τραγικό θάνατο του αδελφού μου Δημήτρη. Μόνο ο Ηλίας, ο μεγαλύτερος αδελφός μου, ήταν μαζί μου στις τελευταίες του στιγμές.
Η μητέρα μου ήταν πάντα η προσωποποίηση της οργάνωσης και του αυτοελέγχου, ό,τι ακριβώς έλλειπε από τον πατέρα μου. Το όνομα της Αθανασία και η ηλικία της εφτά χρόνια μικρότερη από αυτήν του συζύγου της. Από τη στιγμή που απέκτησα συνήδειση περί του θανάτου, το μυαλό μου τριβέλιζε πάντα μία συγκεκριμένη σκέψη, μεταξύ άλλων... Πόσο είρωνας χρειάζεται να είναι κάποιος για να δώσει στο παιδί του ένα τέτοιο όνομα; Και ποιον ακριβώς ειρωνεύεται εν τέλει; Το παιδί του, ή τον ίδιο τον θάνατο; Σε κάθε περίπτωση ο είρωνας είναι καταδικασμένος, είναι όμως χειρότερο να είναι κάποιος είρωνας και ταυτόχρονα αγνόμων, γιατί αυτό τον κάνει αλαζόνα. Τελοσπάντων, πιστεύω ότι το πάθος της μητέρας μου για την τάξη ρίζωσε μέσα της από τότε που κατοικούσε στο Μάρκασι. Αν μία μάνα με πέντε παιδιά και ελάχιστη έως καμία βοήθεια από άλλους ανθρώπους -μη εξαιρουμένου και του πατέρα μου δυστυχώς, ο οποίος την λάτρευε μεν, αλλά για να υποστηρίξει το ρόλο του ως σύζυγος και πατέρας έπρεπε να είναι πρώτ' απ' όλα αγρότης- δεν είχε πρακτικό μυαλό και συγκροτημένο πνεύμα, δεν θα επιβίωνε ούτε αυτή ούτε τα παιδιά της. Από τότε που εγκατασταθήκαμε στην Αθήνα βέβαια, αυτό το στοιχείο του χαρακτήρα της πήρε άλλες διαστάσεις. Φαντάζομαι ότι αυτό οφειλόταν στο ότι δεν είχε πια πέντε κουτσούβελα να κυνηγάει, αλλά έναν πρώην αγρότη, πλέον πλασιέ, ο οποίος σταδιακά απέκτησε τις φιλοδοξίες αριστοκράτη... Θεωρώ πως είναι ασφαλές να υποθέσω ότι σε διαφορετική εποχή, αυτοί οι δύο άνθρωποι δεν θα συνέχιζαν τις ζωές τους σαν ζευγάρι, αλλά στα νεόκοπα προάστια της Αθήνας του '50 και του '60, ο χωρισμός δεν ήταν ιδιαίτερα σύνηθες φαινόμενο.
Για τ' αδέρφια μου δεν έχω να γράψω πολλά. Με τον μεγαλύτερο αδελφό μου, Ηλίας κι αυτός, και την αδελφή μου, Ανθή κατ' όνομα, ήμασταν πάντα δεμένοι. Ήμασταν τα καμάρια των γονιών μας. Όχι ότι δεν αγαπούσαν και τ' άλλα δύο τους παιδιά, αλλά εμείς οι τρεις ήμασταν πάντα "οι προκομένοι", ενώ ο Πέτρος κι ο Δημήτρης έμπλεκαν πάντα σε μπελάδες. Φυσικά, είναι γνωστό ότι αυτό το μοτίβο είναι ένας αυτοσυντηρούμενος, φαύλος κύκλος. Από τη στιγμή που ο χαρακτηρισμός έχει αποδοθεί -ειδικότερα, αν τον αποδίδει κάποιο άτομο με έντονη επιρροή- ο κόσμος θα ανταποκριθεί. Το ρυάκι της ζωής θα γίνει χείμαρρος. Ο χείμαρρος θα φέρει πλημμύρα. Κι η πλημμύρα θα φέρει ευφορία, μα θα φέρει και καταστροφή ενίοτε. Γιατί ο χείμαρρος δεν εκτρέπεται εύκολα, όπως το ρυάκι. Έτσι έγινε με τον Πέτρο και τον Δημήτρη. Ο χείμαρρος της ζωής τούς έφερε περισσότερες λύπες παρά χαρές. Τους παρέσυρε σαν έρμαια, καθιστώντας τους ανίκανους να επιτύχουν κάτι ουσιαστικό. Ο Δημήτρης είχε τη χειρότερη μοίρα. Πολλές δουλειές του ποδαριού, γυναίκα και παιδί -που αδυνατούσε να υποστιρίξει- διάφορες ερωμένες μετέπειτα, δανεικά, τοκογλύφοι, τρεχάλα στα δικαστήρια, αθώωση, ξανά δάνεια, κλοπή, καταδίκη, φυλάκιση... Τελικά η απόγνωση τον κατέλαβε. Έδωσε τέλος στη ζωή του στα 42 του, έναν χρόνο μετά την αποφυλάκισή του... Ο Πέτρος, διζυγωτικός δίδυμος του Ηλία, δεν ακολούθησε τόσο αυτοκαταστροφική πορεία. Βρήκε μια συμβιβαστική λύση μεταξύ προόδου και καταστροφής παραμένοντας ωστόσο στάσιμος. Η δουλειά του, στις οικοδομές κατά την ακμή των δεκαετιών του '70 και -κυρίως- του '80 κι έπειτα σ' ενα περίπτερο στη γειτονιά μας, διέλυσε την υγεία του και τον έκανε κοντόφθαλμο. Οι ανασφάλειές του και η χαμηλή του αυτοεκτίμηση τον έκαναν αμετροεπή -και γενικότερα άνθρωπο με έλλειψη μέτρου σε όλους σχεδόν τους τομείς.
Η Ανθούλα ήταν -και είναι- μακράν η πιο συγκροτημένη απ' όλους μας. Πήρε από τη μητέρα μας. Ήταν ο άνθρωπος που με βοήθησε οικονομικά με τις σπουδές μου στο εξωτερικό, πράγμα για το οποίο της είμαι βαθύτατα ευγνώμων. Η ίδια, μαζί με τον Ηλία, είχαν βρεθεί στην Αθήνα νωρίτερα από εμάς τους υπόλοιπους, για σπουδες. Πήγε πολύ καλά και ενάντια σ' όλες τις δυσκολίες, σε μια Αθήνα που δεν είχε ξεπεράσει ακόμη το σοκ του εμφυλίου, κατάφερε με τη βοήθεια των γονιών μας να τελειώσει την Νομική με καλό βαθμό και να πιάσει δουλειά σε δικηγορικό γραφείο. Ούτε αυτή βέβαια δεν κατάφερε να ξεμπλέξει τον Δημήτρη τη δεύτερη φορά. Ήταν σχετικά μεγάλη, σύμφωνα με τα πρότυπα της ελληνικής κοινωνίας, όταν παντρεύτηκε έναν συνταξιούχο ναυτικό -"καπετάνιος εν αποστρατεία", όπως τον αποκαλούσαμε χαριτολογώντας. Δεν την ένοιαζε ποτέ όμως το τι θα πει ο κόσμος. Ούσα ελεύθερο, ανεξάρτητο πνεύμα και μην θέλοντας να αποχωρήσει πρόωρα από μια ομολογουμένως λαμπρή νομική καριέρα, έκανε την ζωή της μέχρι που ο -τότε μέλλοντας ακόμη- σύζυγός της βγήκε στην σύνταξη. Ποτέ δεν αντιμετώπισαν οικονομικό πρόβλημα, ίσα ίσα ήταν πάντα αρκετά εύποροι. Επίσης, δεν απέκτησαν ποτέ παιδιά, όχι πως προσπάθησαν και ποτέ ιδιαίτερα.
Ο Ηλίας, ο μεγαλύτερος αδερφός μου, ήταν πάντα η κολώνα της οικογενείας, ειδικά μετά τον θάνατο του πατέρα μας. Είχε πάρει αυτόν τον ρόλο εξ' αρχής, ώντας, μαζί με τον Πέτρο, το μεγαλύτερο αγόρι. Πολύ προκομένος άνθρωπος αδιαμφισβήτητα. Με στήριξε περισσότερο από κάθε άλλον συγγενή μου, αφ' ενός επειδή ήμασταν πολύ δεμένοι, αφ' ετέρου επειδή είχε το πιο ευρύ πνεύμα και τις περισσότερες γνώσεις απ' όλους μας. Τοπογράφος στο επάγγελμα, μέτρησε με τη μεζούρα του τις πιο απομονωμένες γωνιές τις Ελλάδας. Πήρε μέρος στον σχεδιασμό έργων υποδομής και βοήθησε στην ανάπτυξη της επαρχίας. Ήξερε να κρατάει τον εαυτό του σε ισορροπία. Δεν άφησε ποτέ τις προσωπικές του φιλοδοξίες να του επιβληθούν, ωστόσο τις ακολούθησε όταν μπόρεσε να το κάνει. Σε μεγαλύτερη ηλικία αφιέρωσε τον εαυτό του στην έρευνα, έχοντας εξασφαλίσει ένα διδακτορικό στην Χωρική Ανάλυση, με θέμα την εξάπλωση της λεϊσμανίασης και την σχέση της με την μετακίνηση των πληθυσμών των φλεβοτόμων. Η ακαδημαϊκή του καριέρα ανανεώθηκε και του προσέφερε τη χαρά να επισκεφθεί διάφορες χώρες του κόσμου για να παρακολουθήσει συνέδρια, από τη Φινλανδία και την Ολλανδία στον παγωμένο βορρά της Ευρώπης, μέχρι την πάντα ηλιόλουστη Γρενάδα, στην Καραϊβική.
Ο Ηλίας ήταν και η έμπνευσή μου σε ό,τι αφορά την δική μου ακαδημαϊκή πορεία. Σπούδασα φιλολογία στο ΕΚΠΑ και μετέπειτα έκανα στροφή προς τη γλωσσολογία. Το μεταπτυχιακό μου και το πρώτο μου διδακτορικό στην γλωσσολογία, με θέμα την φωνηεντική μετατόπιση στις γερμανικές γλώσσες και τις ανάλογες μορφοφωνητικές διαδικασίες των αρχαίων ελληνικών, το απέκτησα στα εικοσιπέντε μου από το τμήμα Γερμανικής Γλωσσολογίας του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης. Η παραμονή μου στην Αγγλία ήταν σχετικά σύντομη. Διήρκησε όσο το πρόγραμμα σπουδών συν τον απαραίτητο, για εμένα, χρόνο προσαρμογής. Όταν λέω παραμονή το εννοώ κυριολεκτικά. Μπορεί να εγκαταστάθηκα μόνιμα στην Αγγλία, ποτέ όμως δεν βρισκόμουν στο σπίτι μου για περισσότερο από έναν χρόνο. Μου είναι δύσκολο γενικά να βγαίνω από τη ρουτίνα μου και να προσαρμόζομαι απότομα σε καινούρια δεδομένα. Ίσως γι' αυτό δεν επέστρεψα ποτέ στην Ελλάδα κι αντ' αυτού συνέχισα από τότε να ταξιδεύω από χώρα σε χώρα, είτε κάνοντας έρευνα πεδίου, είτε για τη συνέχιση των σπουδών μου. Έπειτα από το πρώτο μου διδακτορικό ανέλαβα μία θέση λέκτορα στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, η οποία μου εξασφάλιζε ένα σταθερό -αν και όχι ιδιαίτερα μεγάλο- εισόδημα, αφήνοντάς μου παράλληλα μια σχετική άνεση χρόνου, απαραίτητη λόγω της στροφής μου προς την έρευνα και τις υπόλοιπες ασχολίες μου.
Πήρα μέρος σε διάφορες αποστολές στις τέσσερις γωνιές του κόσμου, αν και τα περισσότερα ταξίδια μου αφορούσαν αρχικά την κεντρική και βόρεια Ευρώπη και μετέπειτα την Νότια Αμερική και την Ωκεανία. Περιοχές του κόσμου που αποτελούν κέντρο έντονου ενδιαφέροντος για τους μυημένους στον κλάδο της ιστορικοσυγκριτικής γλωσσολογίας. Οι ζούγκλες στα ανατολικά των Άνδεων και τα υψίπεδα της Νέας Γουϊνέας διεύρυναν τους ορίζοντές μου και αποδέσμευσαν πλήρως την φαντασία μου. Κατέγραψα κομμάτια από τις γλώσσες των ιθαγενών του δυτικού Αμαζονίου και της βόρειας Αργεντινής, συνομίλησα με τους Κοροβάι της δυτικής Νέας Γουϊνέας και παρακολούθησα ασύγχρονα την πορεία στον χρόνο των απογόνων των διαλέκτων της Παλαιάς Γερμανικής, αυτόνομες γλώσσες πλέον που μιλιούνται από τις Άλπεις ως τη Σκανδιναβία, εάν δεν λάβουμε υπ' όψιν μας την Αυστραλία, τις Ηνωμένες Πολιτείες, τη Νότιο Αφρική και πολλές ακόμη χώρες, διάσπαρτες στον παγκόσμιο χάρτη. Όλ' αυτά, τα θαυμάσια βεβαίως, ήρθαν με ένα τίμημα. Δεν ένιωσα ποτέ ασφαλής στην αγκαλιά μιας γυναίκας, παρά μόνο συγκυριακά χάδια τα οποία δεν θα μπορούσαν να γεμίσουν ένα τέτοιο κενό.
Η πιο μακροχρόνια σχέση μου κράτησε 6 χρόνια. Το όνομά της ήταν Ingrid. Ingrid Persdottir. Ήταν μια θαυμάσια κοπέλα. Σπουδάζαμε μαζί στην Οξφόρδη, αλλά πέρα από την περιστασιακή βόλτα στην παμπ με τους υπόλοιπους συμφοιτητές, δεν είχαμε κάποια ιδιαίτερη επαφή. Έπειτα, βρεθήκαμε μαζί στις πρώτες αποστολές στις Άλπεις. Ήταν τα πιο ξέγνοιαστα χρόνια της ζωής μου. Νωρίς το πρωί βγαίναμε για περιπάτους στις χιονισμένες βουνοπλαγιές και τους λόφους. Έπειτα, μέχρι το απόγευμα, καταγράφαμε και αναλύαμε τον λόγο, γραπτό και προφορικό, σύγχρονο και ιστορικό, των κατοίκων της περιοχής. Και μετά μας περίμενε ένα ζεστό γεύμα σε κάποιο γραφικό εστιατόριο ή στο σπίτι κάποιου Hans ή κάποιας Anna. Στον λιγοστό ελεύθερο χρόνο μας κάναμε σκι ή κουρνιάζαμε στο σαλόνι κάποιου ξενώνα, απολαμβάνοντας ζεστά ροφήματα με μόνη συντροφιά το τρίξιμο του ξύλου που σιγόκαιγε στο τζάκι. Στην Αυστρία και στην Ελβετία γνώρισα το πώς είναι να σε αγαπά κάποιος. Στο μέλλον θα ευχόμουν να μην είχε συμβεί ποτέ αυτό.
Το πρόγραμμα στην κεντρική Ευρώπη διήρκησε 4 χρόνια. Η προσκόλληση μου στη ρουτίνα της ζωής μου με έκανε να αναζητήσω το επόμενο ερευνητικό πρόγραμμα. Σύντομα ανακάλυψα ότι υπήρχαν ευκαιρίες στην Νέα Γουϊνέα. Η Ingrid είχε άλλες ανάγκες. Σταθερότητα, ηρεμία, μητρότητα... Τίποτε από τα οποία δεν θα μπορούσα να προσφέρω σύντομα, τουλάχιστον όχι όσο θα βρισκόμουν στα υψίπεδα και στις ζούγκλες της Ωκεανίας. Προσπαθήσαμε να συμβιβάσουμε τα πράγματα. Στο τέλος καταλάβαμε ότι είχαμε απλά αρχίσει να πιέζουμε ο ένας να ακολουθήσει τον άλλον, σε μια ζωή που, εάν δεν είχαμε γνωριστεί, κανείς από τους δύο μας δεν θα επέλεγε. Το ευτύχημα είναι ότι κανείς δεν κεράτωσε κανέναν, τουλάχιστον δεν υπέπεσε κάτι τέτοιο στην αντίληψή μου. Όχι ότι είχα ποτέ το κουράγιο ή τη θέληση να το ερευνήσω ιδιαίτερα. Ίσως τελικά με βόλεψε, με κάποιον διεστραμμένο τρόπο, η τροπή που πήραν τα πράγματα. Γυρνώντας από το τρίτο ταξίδι μου, βρήκα το σπίτι που νοικιάζαμε μισοάδειο και ένα μακροσκελές σημείωμα να με περιμένει. Η όλη τριβή με είχε ήδη κάνει ράκος κι έτσι η κατάληξη ήταν τελικά λυτρωτική. Αλλά η συνειδητοποίηση ότι ακόμη κι ένας άνθρωπος που τρέφει βαθιά αγάπη για εμένα και κατανοεί τις ανάγκες και τις φιλοδοξίες μου δεν θα με ακολουθούσε μέχρι το τέλος, μου κόστισε πολύ. Αποστασιοποιήθηκα σταδιακά από την ανάγκη μου για γυναικεία συντροφιά. Οι επόμενες σχέσεις μου ήταν πάντα βραχυπρόθεσμες και περιστασιακές.
Το θετικό της υπόθεσης είναι ότι αφοσιώθηκα πλέον πλήρως στις έρευνές μου. Όχι ότι είχα και κάτι καλύτερο να κάνω άλλωστε... Τα επόμενα χρόνια άρχισα να κινούμαι δυναμικότερα και στον χώρο των επιστημονικών δημοσιεύσεων. Το πρώτο μου διδακτορικό και τα αποτελέσματα της έρευνας της ομάδας μου στις Άλπεις δεν ήταν αρκετά προφανώς... Ώρες ώρες σιχαίνομαι την επιστημονική κοινότητα περισσότερο από οτιδήποτε άλλο. Αντί να είναι ο χώρος ανταλλαγής απόψεων και διαμόρφωσης συνειδήσεων, συχνά γίνεται ένα κλαμπ από κακομαθημένα κομπλεξικά που τις βγάζουν έξω να τις μετρήσουν... Τις γνώσεις τους... Απεχθάνομαι την αλαζονεία όσο λίγα πράγματα! Και μπορώ να συγχωρήσω την αλαζονεία σε έναν αγνώμονα άνθρωπο. Όχι όμως και σε κάποιον που υποτίθεται ότι προάγει την γνώση και την απαλλαγμένη από ταμπού πληροφόρηση. Αν κάποιος είναι αλαζόνας, έχοντας ωστόσο συσσωρεύσει γνώση, είναι βαθύτατα ανασφαλής, ενίοτε κομπλεξικός, και σίγουρα πολύ επικίνδυνος. Σε κάθε περίπτωση τα ταξίδια μου στην Νέα Γουϊνέα με μεταμόρφωσαν. Βρήκα εσωτερική γαλήνη σε καθημερινές συνήθειες των ιθαγενών, όπως κυνήγι και ψάρεμα στη ζούγκλα, παραγωγή άλευρου από κορμούς δέντρων, μετακίνηση σε περισσότερο βιώσιμες περιοχές. Έγινα αναπόφευκτα και λίγο λαογράφος. Κι έμεινα εμβρόντητος μπροστά στον θαυμαστό γλωσσικό πλούτο του γιγάντιου αυτού νησιού. Είναι διαφορετικό να έχεις διαβάσει για τις 500 και πλέον γλώσσες που μιλιούνται εκεί και διαφορετικό να τις ακούς και να προσπαθείς να τις μιλήσεις. Χωριά με απόσταση μερικών μόνο χιλιομέτρων μεταξύ τους, μιλάνε γλώσσες που προέρχονται από διαφορετικές γλωσσικές οικογένειες.
Όταν το πρόγραμμα στη Νέα Γουϊνέα έλαβε τέλος έψαξα αμέσως την επόμενη περιπέτεια. Δεν είχα ακόμη κουραστεί αρκετά ώστε να επιθυμώ μια ήρεμη ζωή κι ούτε κατά διάνοια είχα καταφέρει να ξεφύγω από τους δαίμονες μου. Οι εμπειρίες μου στο δεύτερο μεγαλύτερο νησί του κόσμου, αλλά και η υποσυνείδητη τάση μου να συνεχίσω να αποφεύγω τον δυτικό πολιτισμό, για προφανείς λόγους, με ωθούσαν στην αναζήτηση ανεξερεύνητων περιοχών, λαών, φυλών και γλωσσών. Η Καθολική Γραμματική των Chomsky, Montague και λοιπών είχε ήδη εγκαθιδρυθεί ως η κυρίαρχη γλωσσολογική προσέγγιση του προβλήματος της γέννησης των γραμματικών δομών στον ανθρώπινο εγκέφαλο, αλλά η έρευνα σε αυτόν τον τομέα γνώριζε ακόμη μεγάλη άνθιση. Έχρηζε δε διεπιστημονικής αντιμετώπισης. Έχοντας συγκεντρώσει ένα χρηματικό ποσό που μου επέτρεπε την άνεση να το μοιράζω κατά βούληση, χρηματοδότησα εν μέρει και με προσωπική πρωτοβουλία μια σειρά ταξιδιών στη Νότια Αμερική. Σε αυτά τα χρόνια γνώρισα μία ακόμη ενδιαφέρουσα γυναίκα, την Gunhild Olafssen. Ναι, το παραδέχομαι... Είμαι καταραμμένος! Το ανεξάρτητο πνεύμα και τα χυμώδη κάλλη των γυναικών της Σκανδιναβίας μ' έχουν πλανέψει για τα καλά. Το, φυσικά αναπόφευκτο, μεταξύ μας ειδύλλιο μού προσέφερε μια φρέσκια ματιά στο πώς να αντιμετωπίζω τις διαπροσωπικές μου σχέσεις. Είχαμε μια πολύ τρυφερή σχέση, απολαμβάνοντας ο ένας τον άλλον σε διάφορα επίπεδα, χωρίς ωστόσο να ζητάμε ανταλλάγματα. Δεν μοιραζόμασταν τα ίδια πάθη, κάτι που μας έκανε ενίοτε απόμακρους, αλλά ήταν πάντα μια σχέση βασισμένη στην αλληλοκατανόηση.
Χωρίς να το ξέρω, η αποστολή μου ήταν σχεδόν σύγχρονη με τα ταξίδια του Daniel Everett και τις πρώτες, εν αγνοία, σπορές ανέμων στην πολυτάραχη ιστορία της Καθολικής γραμματικής. Τότε βέβαια η διεπιστημονικότητα και γενικότερα το αλισβερίσι πληροφοριών ήταν πράγματα πολύ περιορισμένα, για καθαρά πρακτικούς λόγους. Έτσι λοιπόν μου έμελλε να επιλέξω να μελετήσω φυλές που δεν είχαν εν τέλει το ενδιαφέρον που αποδόθηκε σε άλλες. Ωστόσο, τα ταξίδια μου ανατολικά των Άνδεων διεύρυναν ακόμη περισσότερο τους ορίζοντές μου, με εφοδίασαν με μια πιο κριτική ματιά πάνω στις επιλογές μου και τελικά ολοκλήρωσαν το έργο μου πάνω στην έρευνα των μελλοθάνατων γλωσσών του κόσμου. Επίσης, η γνωριμία μου με την Gunhild μού απάλυνε τον πόνο του χωρισμού μου με την Ingrid, αναπτερώνοντας το ηθικό μου και αφήνοντάς μου μια γενικότερα αισιόδοξη στάση προς τη ζωή. Πέρα από αυτό όμως, μου προσέφερε και κάτι καινούριο˙ νέα ερεθίσματα, νέους γλωσσικούς, ανεξερεύνητους ορίζοντες!
Μετά από το πηγαινέλα στην Αργεντινή έμεινα για λίγο καιρό σταθερά στην Οξφόρδη. Δεν κυνήγησα ποτέ κάποια θέση ανώτερη του λέκτορα στο Πανεπιστήμιο. Αναδρομικά, αυτό που καταλαβαίνω για τον εαυτό μου είναι ότι δεν ήθελα για κανένα λόγο να δεσμευτώ σε ένα μέρος. Παρ' όλ' αυτά, η πόλη των ονειρικών πυργίσκων, όπως την περιγράφει ο Matthew Arnold, με την αρχιτεκτονική να αντικατοπτρίζει κάθε πτυχή της ιστορίας της Αγγλίας από την έλευση των Σαξόνων στην νήσο, και τον μουντό, νωχελικό καιρό της, επέδρασε καταλυτικά στην ψυχολογία μου. Μετά την μπόρα του χωρισμού μου με την Ingrid και την εργασιομανία που με κατέλαβε, η οποία λειτούργησε ως διέξοδος από τα προσωπικά μου προβλήματα, έφτασε επιτέλους η στιγμή να καθαρίσει ο ουρανός... Και μπορεί να φαίνεται οξύμωρο, ίσως και ειρωνικό, το ότι αυτό έγινε στην Οξφόρδη, σε μια πόλη που από τις 365 μέρες του χρόνου οι 364 είναι βροχερές... Όμως δεν θα μπορούσε να είναι αλλιώς. Καταπιάστηκα για κάποιο χρονικό διάστημα με την Αγγλική λογοτεχνία, από την ρομαντική της εποχή μέχρι τα αγγλοσαξονικά έπη, όπως το Beowulf. Αυτό ενέτεινε το ενδιαφέρον μου για τη Γερμανική και Σκανδιναβική γραμματεία. Θυμήθηκα τα χρόνια των σπουδών μου. Έγραψα κι ένα μικρό, αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα, ανάλαφρο και αισιόδοξο. Κι έχοντας ως εφόδιο μονάχα την ειλικρίνειά μου και ένα αδρό ταλέντο στη συγγραφή, το αποτέλεσμα ήταν αναπόφευκτα αφελές, αν και είμαι σίγουρος ότι όσο κι αν καλλιεργήσει ένας λογοτέχνης το ύφος του, ό,τι μπορούσε να γραφτεί μέχρι τώρα -μιλώντας πάντα για το περιεχόμενο μιας ιστορίας- έχει ήδη γραφτεί, κι όχι λίγες φορές. Γιατί είναι η πληροφορία που συσσωρεύεται μέσω της παρατήρησης και της μελέτης που γεννά στους ανθρώπους ερωτήματα. Κι είναι αυτά τα ερωτήματα με τα οποία προβληματίζονται, μεταξύ άλλων, οι λογοτέχνες. Μόνο στο μέλλον μπορεί να ελπίζει κανείς τελικά. Το παρελθόν μας κρατά απλώς συντροφιά, ή κυνηγά ανελέητα όσους από εμάς είναι φύσει αυτοκαταστροφικοί.
Έπειτα από δύο χρόνια παραμονής στην Οξφόρδη ένιωθα πως είχα χαλαρώσει πολύ. Τόσο ώστε αν αφηνόμουν στη ρουτίνα της πόλης αυτής θα άρχιζα να μοιάζω σαν όλους αυτούς τους βαριεστημένους παππούδες που δεν κάνουν τίποτε άλλο από το να πίνουν τσάι και να λαρυγγίζουν διάφορες εκφορές που θύμιζαν Παλαιά Αγγλικά. Την βαρεμάρα μου ήρθαν να ταράξουν τα δυσάρεστα νέα για την αυτοκτονία του αδελφού μου, Δημήτρη. Έσπευσα στην Αθήνα για την κηδεία. Ήμουν αποσβολωμένος. Δεν ήταν ότι η κατάληξη της ζωής του θα μου προκαλούσε έκπληξη, αλλά μην έχοντας βιώσει ξανά την τελεσίδικη απώλεια του θανάτου, δεν κατάφερα να προσαρμοστώ άμεσα στα νέα δεδομένα. Μετά από μερικές μέρες άβολης συνειδητοποίησης επέστρεψα στην Οξφόρδη, χωρίς τα πλάνα μου να περιλαμβάνουν την περαιτέρω παραμονή μου εκεί. Έπρεπε οπωσδήποτε να ξεχαστώ! Το ανανεωμένο μου ενδιαφέρον στη γλωσσολογία με ώθησε να κάνω μια καινούρια αρχή.
Έχοντας κρατήσει ακόμη επαφή με την Gunhild, επέλεξα να μετακομίσω στη Δανία. Παρακολούθησα σεμινάρια στο Πανεπιστήμιο της Κοπεγχάγης, με ποικίλη θεματολογία. Έχοντας πλέον παθιαστεί με τις Σκανδιναβικές γλώσσες και την ιστορία τους, αποφάσισα να εγκατασταθώ στην Κοπεγχάγη. Τελικά απέκτησα το 1987 άλλο ένα διδακτορικό, αυτή τη φορά με θέμα τον ρόλο των κοινωνικών τάσεων στην διαμόρφωση του γλωσσικού υποβάθρου ενός δεδομένου πληθυσμού και την επιρροή του πολιτικού σκηνικού σε αυτήν, με μοντέλο την κατάσταση των Σκανδιναβικών χωρών.
Το ίδιο έτος, άφησα για λίγο τις ακαδημαϊκές μου υποχρεώσεις, αναγκασμένος να γυρίσω ξανά στην Ελλάδα. Η υγεία του πατέρα μου είχε επιδεινωθεί ραγδαία τα τελευταία χρόνια. Έπρεπε να βρεθώ οπωσδήποτε δίπλα του. Έμεινα για λίγο καιρό στην Αθήνα. Του διάβασα την αυτοβιογραφία μου. Μου εξέφρασε την συγκίνησή του για τα κατορθώματα μου, ακόμη κι αν δεν καταλάβαινε την πλήρη βαρύτητά τους. Μου είπε ότι τον λύτρωσα από το γεγονός του θανάτου του αδελφού μου. “Κάθε χαμένη ψυχή αντιστοιχεί σε μία άλλη, αποθεωμένη”, μου είπε. Άρχισε να συνειδητοποιεί πολύ αργά στη ζωή του την αξία της ισορροπίας. Θα αρκούσε να μπορεί να μου αποδείξει κάποιος ότι αυτό το γεγονός τον ηρέμησε, αν και αμφιβάλλω. Βίωσα τον θάνατό του ως κάτι που θα άλλαζε την πορεία της ζωής μου αμετάκλητα.
Εργάστηκα για δύο χρόνια στο Πανεπιστημίο της Κοπεγχάγης, έχοντας ξανά θέση λέκτορα. Η πόλη ήταν σαφώς πιο ζωντανή από την Οξφόρδη, γεμάτη με νέο κόσμο και πολλούς καλλιτέχνες. Ούτε αυτό όμως στάθηκε δυνατό να με κρατήσει σε ένα μέρος για πολύ. Η παλιά μου δίψα για περιπέτεια επανήλθε. Έμαθα ότι υπήρχε μια θέση σε ένα διετές ερευνητικό πρόγραμμα για την εξέλιξη των γλωσσών της Γροιλανδίας μετά από την αποίκησή της από Σκανδιναβούς θαλασσοπόρους του 10ου αιώνα. Η εισαγωγή μου στην ομάδα ήρθε εύκολα.
Η Γροιλανδία δεν μου επιφύλασσε ιδιαίτερες εκπλήξεις. Η έρευνα μας πάνω στον λόγο των Ινουίτ έφερε αναμενόμενα αποτελέσματα. Οι άνθρωποι ήταν φιλόξενοι και συμπαθείς. Έκαναν ότι μπορούσαν για να μας εξυπηρετήσουν, σε μια περιοχή στην οποία αδυνατώ μέχρι και σήμερα να καταλάβω το τι ακριβώς τους ώθησε να εγκατασταθούν. Είναι διαφορετικό να βρίσκεται κάποιος εκεί περιστασιακά και να απολαμβάνει την εξωτική -σχεδόν εξώκοσμη- ομορφιά, γνωρίζοντας ωστόσο ότι είναι πολύ μακριά από την ασφάλεια των πόλεων, κι άλλο πράγμα να ζει εκεί, μονίμως εκτεθιμένος σε κακουχίες και κινδύνους που λίγα μέρη του κόσμου επιφυλάσσουν. Όπως αποδείχτηκε λίγο αργότερα, αυτά τα μέρη, τα επικίνδυνα, δεν είναι για 'μας, τους “αστύθρεφτους”.
Στα 46 μου χρόνια, έχοντας πατήσει το πόδι μου στις ζούγκλες και στα οροπέδια των πιο απομακρυσμένων από τον “πολιτισμό” περιοχών του κόσμου, έχοντας ταξιδέψει μέχρι και στην παγωμένη γη του βορείου πόλου, δεν είχα γνωρίσει ποτέ ουσιαστικό κίνδυνο. Δεν είχα φοβηθεί ποτέ για τη ζωή μου. Εν τέλει συνειδητοποίησα ότι είναι κι αυτό μέσα στο πρόγραμμα. Η πτήση με την οποία θα επιστρέφαμε στη Δανία δεν έμελλε να φτάσει ποτέ στον προορισμό της. Λόγω μηχανικής βλάβης, ο πιλότος έχασε τον προσανατολισμό του και μας οδήγησε στα ανοιχτά του βόρειου παγωμένου ωκεανού. Όταν το σύστημα επανήλθε και το πλήρωμα κατάλαβε πού βρισκόμαστε, δεν υπήρχε πλέον άλλη επιλογή από τον να κάνουμε αναγκαστική προσγείωση στο αρχιπέλαγος Σβάλμπαρντ της Νορβηγίας. Είχα απογοητευτεί. Δεν ήθελα να περάσω τα Χριστούγεννα σ' ένα ξεχασμένο από τον Θεό μέρος. Και με τις καταιγίδες να μαίνονται αυτήν την εποχή του χρόνου, δεν νομίζω ότι θα παίρναμε άδεια να επιστρέψουμε άμεσα.
Κατά την παραμονή μου στο Λονγκίερμπιαν, την πρωτεύουσα του Σβάλμπαρντ, η απογοήτευσή μου με έκανε να χάσω την ψυχραιμία μου και την υπομονή μου, γεγονός που με οδήγησε σε ακόμη σκοτεινότερα μονοπάτια. Θέλοντας να βρω λίγη γαλήνη, αποφάσισα να κάνω μια βόλτα. Μόνος μου. Η χειρότερη ιδέα που είχα ποτέ. Ο καιρός δεν μου φαινόταν απαγορευτικός, αλλά έχοντας μηδενική ικανότητα στην, έστω εμπειρική, πρόγνωση των καιρικών συνθηκών, με πρόλαβε χιονοθύελλα προτού καταφέρω να επιστρέψω στον ξενώνα. Έχασα πλήρως τον προσανατολισμό μου κι άρχισα να περιφέρομαι μάταια στο παγωμένο τοπίο. Η ομίχλη δεν μου επέτρεπε να δω σε περισσότερα από 5 μέτρα απόσταση. Θα μπορούσα κάλλιστα να βρίσκομαι στο όριο της πόλης και να μην το είχα καταλάβει. Μετά από μερικές ταραχώδεις ώρες, βρήκα μια κόγχη στους πρόποδες ενός λόφου. Το ένστικτό μου είχε επιβληθεί στην λογική μου κι έτσι αποφάσισα να περιμένω μέσα στην σπηλιά, μέχρι να κοπάσει η θύελλα. Η δεύτερη χειρότερη ιδέα που είχα ποτέ...